- επεξέλεγχος
- ἐπεξέλεγχος, ο (Α)πρόσθετος έλεγχος («ἔλεγχος καὶ ἐπεξέλεγχος», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεξέλεγχος — additional masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξέλεγχον — ἐπεξέλεγχος additional masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)